κουμπάνια

κουμπάνια
η
(λ. ιταλ.), εφόδια, εφοδιασμός με τρόφιμα: Στο ταξίδι αυτό είχαμε κάνει καλή κουμπάνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουμπάνια — η 1. τα αποθηκευόμενα τρόφιμα στα πλοία για το ταξίδι 2. εφοδιασμός με τρόφιμα, προμήθεια τών αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagna] …   Dictionary of Greek

  • κουμπανία — η βλ. κομπανία …   Dictionary of Greek

  • κουμπανιάρω — [κουμπάνια] εφοδιάζομαι με τρόφιμα, κάνω κουμπάνια …   Dictionary of Greek

  • κομπανία — και κουμπανία, η (Μ κομπανία και κουμπανία και κουμπάνια) συντροφιά, όμιλος, ομάδα, παρέα νεοελλ. 1. λαϊκό μουσικό ή θεατρικό συγκρότημα 2. εταιρεία μσν. 1. συμμορία 2. λόχος στρατιωτών 3. η Καταλανική Εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagnia < …   Dictionary of Greek

  • COMPAGNIA — ex Italico Compagnia, Κουμπανία apud Nicetam, in Alexio, l. 1. num. 1. militum centuria est: an inde, quod communi pane ac distributione buccellati sodalitium secum foveant milites; an quasi compagania, quod ex eodem pago, an a voce compages,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”